μαλερά

μαλερά
μαλερός
fierce
neut nom/voc/acc pl
μαλερά̱ , μαλερός
fierce
fem nom/voc/acc dual
μαλερά̱ , μαλερός
fierce
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλεράς — μαλερά̱ς , μαλερός fierce fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλεράων — μαλερά̱ων , μαλερός fierce masc/fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”